- θεματισμός
- ο (Α θεματισμός) [θεματίζω]νεοελλ.μουσ. στον πληθ. οι θεματισμοίδύο από τα άφωνα μεγάλα σημάδια με τα οποία έγινε η σημειογραφία τού στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικήςαρχ.1. διατύπωση, θέση, ορισμός υποθέσεως προς συζήτηση2. γραμμ. αυθαίρετος προσδιορισμός θέματος ή ρίζας.
Dictionary of Greek. 2013.